- αναγι(γ)νώσκω
- (αόρ. ανέγνωσα, ανέγνων, παθ. αόρ. ανεγνώ- σθην) μετ. читать;
αναγι(γ)νώσκω μεγαλοφώνως — читать вслух;
αναγι(γ)νώσκω καθ· εαυτόν — читать про себя
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αναγι(γ)νώσκω μεγαλοφώνως — читать вслух;
αναγι(γ)νώσκω καθ· εαυτόν — читать про себя
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
προαναγι(γ)νώσκω — Α [ἀναγι(γ)νώσκω] 1. διαβάζω προηγουμένως 2. (ιδίως για δάσκαλο) διαβάζω μεγαλοφώνως μπροστά σε ακροατήριο … Dictionary of Greek